αμολγαίος

αμολγαίος
ἀμολγαῖος, -α, -ον (Α) [ἀμολγός]
1. παρασκευασμένος από γάλα
2. γεμάτος από γάλα, γαλατερός (μαστός)
3. ψωμί από αλεύρι ποιότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμολγαῖον — ἀμολγαῖος made with milk masc acc sg ἀμολγαῖος made with milk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαία — ἀμολγαί̱ᾱ , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc/acc dual ἀμολγαί̱ᾱ , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγαίαν — ἀμολγαί̱ᾱν , ἀμολγαῖος made with milk fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαίη — ἀμολγαί̱η , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαίην — ἀμολγαί̱ην , ἀμολγαῖος made with milk fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”